- φωσφόρεια
- φωσφόρειαa festival at which there were torchprocessionsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωσφόρεια — τά, Α [φωσφόρος] (ενν. ἱερά] γιορτή την οποία τελούσαν με λαμπάδες ή γιορτή προς τιμήν τών φωσφόρων θεών … Dictionary of Greek